αιπηεις

αιπηεις
    αἰπήεις
    -ήεσσα -ῆεν
    1) высокий
    

(Πήδασος Hom.)

    2) стремительный
    

(καταιγίς Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αιπηεις" в других словарях:

  • αιπήεις — αἰπήεις, εσσα, εν (Α) ο αιπεινός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αἰπύς] …   Dictionary of Greek

  • αἰπήεντα — αἰπήεις neut nom/voc/acc pl αἰπήεις masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπήεσσα — αἰπήεις fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπήεσσαν — αἰπήεις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιπύς — αἰπύς, εῑα, ύ (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος 2. (για τον θάνατο) αυτός που εφορμά από ψηλά, ορμητικός, βίαιος 3. ολοσχερής, ολοκληρωτικός, πλήρης, τέλειος, οξύς 4. (για πάθη) φλογερός, δυνατός 5. στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»